ἐξήρκει

ἐξήρκει
ἐξαίρω
lift up
plup ind act 3rd sg (attic epic)
ἐξαρκέω
to be quite enough for
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • μέχριπερ — και μέχρι περ (Α) (σύνδ.) 1. (με οριστ. ή υποτ. με το αν) 1. εφόσον, ενόσω («μέχρι περ ἡ τοῡ θεοῡ φύσις αὐτοῑς ἐξήρκει», Πλάτ.) 2. ωσότου, μέχρι («μέχριπερ ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλθεν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέχρι + περ βεβαιωτικό μόριο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”